αθηκάρωτος

αθηκάρωτος
-η, -ο [θηκαρώνω]
(για ξίφος, μαχαίρι κ.λπ.) αυτός που δεν έχει μπει στη θήκη του, ξεθηκαρωμένος, γυμνός ή που δεν έχει θήκη, δεν είναι εφοδιασμένος με θήκη «αθηκάρωτο σπαθί».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”